Σφηττός

Σφηττός
Ένας από τους δώδεκα δήμους της αρχαίας Αττικής, που ίδρυσε ο Κέκροπας. Το όνομα του δήμου οφείλεται στο Σφηττό, γιο του Τροιζήνα. Αυτός είχε μετοικήσει μαζί με τον αδελφό του, Ανάφλυστο, που ίδρυσε επίσης τον ομώνυμο δήμο. Ο δήμος ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή, και βρισκόταν κοντά στα σημερινά Σπάτα και κατ’ άλλους βορειοδυτικά του σημερινού χωριού Κορωπί, όπου σώζονται πολλά ερείπια, ή ακόμα κοντά στο Μαρκόπουλο, όπου ανακαλύφτηκαν προϊστορικοί τάφοι. Σφηττία οδός ονομαζόταν ο δρόμος που οδηγούσε από το δήμο στην Αθήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σφηττός — in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφῆττος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СФЕТТ —    • Σφηττός,          древнее, недалеко от берега лежащее местечко на юге Аттики, по которому сфетская дорога шла из Афин в Суний, с храмом Асклепия, приблизительно на месте н. Кератии. Paus. 2, 30, 9 …   Реальный словарь классических древностей

  • Σφηττοί — Σφηττός in masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφηττοῦ — Σφηττός in masc gen sg Σφηττώ fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφηττώ — Σφηττός in masc nom/voc/acc dual Σφηττώ fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφήττου — Σφῆττος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • σφήττιος — ία, ον, Α [Σφηττός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σφηττό, δήμο τής Ακαμαντίδος φυλής στην Αττική 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Σφήττιος, ἡ Σφηττία αυτός που κατάγεται από τον Σφηττό 3. παροιμ. φρ. «ὄξος σφήττιον» λεγόταν για… …   Dictionary of Greek

  • σφηττοί — Α επίρρ. στον Σφηττό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σφηττός + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. Μεγαρ οῖ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”